ορμίδι
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
και ορμίδιο ή αρμίδι, το
1. η ορμιά
2. ναυτ. τεμάχιο λεπτού και πολύ ελαφρού σχοινιού που το άκρο του εκτοξεύεται από το πλοίο στην ξηρά κατά τον χειρισμό πρόσδεσης με το κανονικό σχοινί, με το παλαμάρι
3. η ορμόνη
4. καλλωπιστικό ορχεοειδές φυτό της Κεντρικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμ-ίδιον, υποκορ. του ὁρμιά.