οχύρωση
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀχύρωσις) οχυρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οχυρώνω, η εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας μιας θέσης με τεχνικά έργα
νεοελλ.
το σύνολο τών τεχνικών έργων με τα οποία εξασφαλίζεται η αμυντική ικανότητα μιας θέσης ή περιοχής.