οἷο

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἷο Medium diacritics: οἷο Low diacritics: οίο Capitals: ΟΙΟ
Transliteration A: hoîo Transliteration B: hoio Transliteration C: oio Beta Code: oi(=o

English (LSJ)

Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, , ὅν his, her (q.v.): οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.

French (Bailly abrégé)

épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.

Russian (Dvoretsky)

οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).

Greek (Liddell-Scott)

οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.

English (Autenrieth)

see ὅ Od. 18.2.

Greek Monotonic

οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, , , δικός του, δικός της, δικό του.