οὐλαμώνυμος

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμώνῠμος Medium diacritics: οὐλαμώνυμος Low diacritics: ουλαμώνυμος Capitals: ΟΥΛΑΜΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: oulamṓnymos Transliteration B: oulamōnymos Transliteration C: oulamonymos Beta Code: ou)lamw/numos

English (LSJ)

οὐλαμώνυμον, (ὄνομα) named from the armed throng (οὐλαμός), epithet of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epithet of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).

German (Pape)

[Seite 412] nach den Kriegerschaaren benannt, Lycophr. 183. Andere schreiben οὐλαδώνυμος, nach der Gerste οὐλαί, od. nach der Hirtentasche οὐλάς benannt.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος)].