Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παντοίος

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)
αρχ.
1. οποιοσδήποτε, καθένας
2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).
επίρρ...
παντοίως ΝΜΑ
με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος
(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].