παρακάθομαι

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

1. μένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολυκάθομαι, αργώ να μετακινηθώ από κάπου
2. παραμονεύω, παραφυλάω, κρυφακούω.