παρακεντές

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες
2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος
3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parakente, πιθ. < μσν. παρακενωτής].