παραριθμώ

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ
2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή
3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία
4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα
5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα.