παραριθμώ
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
-έω, Α
1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ
2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή
3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία
4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα
5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα.