παρεπιβοηθέω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
come in addition to help, c. dat., v.l. in D.S.2.6.
German (Pape)
[Seite 517] von der Seite her zu Hülfe kommen, τινί, D. Sic. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιβοηθέω: ἔρχομαι πλαγίως ὅπως βοηθήσω, Διόδ. 2. 6.
Russian (Dvoretsky)
παρεπιβοηθέω: приходить со стороны на помощь (τινι Diod.).