ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Full diacritics: πελᾰγόσδε | Medium diacritics: πελαγόσδε | Low diacritics: πελαγόσδε | Capitals: ΠΕΛΑΓΟΣΔΕ |
Transliteration A: pelagósde | Transliteration B: pelagosde | Transliteration C: pelagosde | Beta Code: pelago/sde |
Adv. to, into, or towards the sea, A.R.4.1233.
πελᾰγόσδε: Ἐπίρρ., πρὸς ἢ εἰς τὸ πέλαγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1233.
Α
επίρρ. στο πέλαγος, προς το πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Θήβασδε)].