περίληψη

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275

Greek Monolingual

η / περίληψις, -ήψεως, ΝΜΑ περιλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιλαμβάνω
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση του περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» — σύντομα, με λίγα λόγια)
3. σύνοψη, επιτομήκατά περίληψιν λέγωσιν», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(νομ.) συνοπτική έκθεση του περιεχομένου ενός δικογράφου
μσν.-αρχ.
(σε συγκεκρ. σημ.) αυτό που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι άλλο
αρχ.
1. το να λαμβάνει κανείς κάτι με το χέρι
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός, αγκάλιασμα
3. κατάληψη, κατανόηση
4. αντίληψη.