περίτονος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτονος Medium diacritics: περίτονος Low diacritics: περίτονος Capitals: ΠΕΡΙΤΟΝΟΣ
Transliteration A: perítonos Transliteration B: peritonos Transliteration C: peritonos Beta Code: peri/tonos

English (LSJ)

περίτονον,
A covered with something stretched over, βύρσῃ D.H. 4.58.
II Subst. περίτονον, τό, = περιτόναιον II.1, Eust.1533.41.

German (Pape)

[Seite 597] um-, überspannt, ἀσπὶς βοείᾳ βύρσῃ περίτονος, D. Hal. 4, 58.

Greek (Liddell-Scott)

περίτονος: -ον, = περιτόναιος ΙΙ, Εὐστ. 1533, 41. ΙΙ. ὁ περικεκαλυμμένος διά τινος πράγματος τεταμένου ἐπ’ αὐτοῦ, ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ περίτονος Διον. Ἁλ. 4. 58.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτονος, -ον, ΝΜΑ περιτείνω
απλωμένος, τεντωμένος γύρω από κάτι, τοιχωματικός (α. «περίτονο πέταλο του περιτοναίου» — το φύλλο του περιτοναίου που καλύπτει εσωτερικά το τοίχωμα της κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ περίτονος» — ξύλινη ασπίδα σκεπασμένη από παντού με δέρμα βοδιού, Διον. Αλ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περίτονον
το περιτόναιο.