περικόχλιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / περικόχλιον, ΝΑ
εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι
νεοελλ.
τεχνολ.
1. «περικόχλια σύσφιγξης» — περικόχλια με τα οποία επιτυγχάνεται η συναρμολόγηση τών συνδεόμενων εξαρτημάτων
2. «περικόχλια κίνησης» — περικόχλια χρησιμοποιούμενα ως μέσα μετατροπής της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη κίνηση
3. «αγκωνωτό περικόχλιο» — ειδικής μορφής περικόχλιο αποτελούμενο από συμπαγές ή σωληνωτό στέλεχος, στα ελεύθερα άκρα του οποίου υπάρχει εσωτερική ή εξωτερική κοχλίωση και το οποίο χρησιμοποιείται για συνδέσεις τμημάτων μιας κατασκευής, όταν αυτά σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κοχλίας.