περιχύνω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν
1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω
2. μέσ. περιχύνομαι
μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθ. αόρ. περιεχύθην του περιχέω, κατά το σχήμα ἐπλύθην: πλύνω. Ο τ. περιχώ < αόρ. περίχυσα του περιχύνω κατά το σχήμα μίλησα: μιλώ].