περιχύνω

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν
1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω
2. μέσ. περιχύνομαι
μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντούνύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθ. αόρ. περιεχύθην του περιχέω, κατά το σχήμα ἐπλύθην: πλύνω. Ο τ. περιχώ < αόρ. περίχυσα του περιχύνω κατά το σχήμα μίλησα: μιλώ].