πλέθρισμα
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
-ατος, τό, race of a πλέθρον in length, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 628] τό, ein Wettlauf nach dem Maaße des πλέθρον, Phot. erkl. δράμημα.
Greek (Liddell-Scott)
πλέθρισμα: τό, ἀγὼν δρόμου ἐκτάσεως ἑνὸς πλέθρου, «δρόμημα» Ἡσύχ., «δράμημα» Φώτ.
Greek Monolingual
τὸ, Α πλεθρίζω
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου.