πλέθρισμα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλέθρισμα Medium diacritics: πλέθρισμα Low diacritics: πλέθρισμα Capitals: ΠΛΕΘΡΙΣΜΑ
Transliteration A: pléthrisma Transliteration B: plethrisma Transliteration C: plethrisma Beta Code: ple/qrisma

English (LSJ)

-ατος, τό, race of a πλέθρον in length, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 628] τό, ein Wettlauf nach dem Maaße des πλέθρον, Phot. erkl. δράμημα.

Greek (Liddell-Scott)

πλέθρισμα: τό, ἀγὼν δρόμου ἐκτάσεως ἑνὸς πλέθρου, «δρόμημα» Ἡσύχ., «δράμημα» Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλεθρίζω
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου.