πλαγιοδέτης

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ. χοντρό σχοινί που δένεται στην άγκυρα του πλοίου ή στην αλυσίδα της και χρησιμεύει για την αλλαγή της διεύθυνσης του αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].