πληρούντως

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρούντως Medium diacritics: πληρούντως Low diacritics: πληρούντως Capitals: ΠΛΗΡΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: plēroúntōs Transliteration B: plērountōs Transliteration C: pliroyntos Beta Code: plhrou/ntws

English (LSJ)

Adv. completely, exactly, Nicom.Ar.1.18.

German (Pape)

[Seite 634] adv. part. praes. von πληρόω, ausfüllend, Nicom. arithm. 1, 18 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πληρούντως: ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρῶν, -οῦντος, μτχ. του πληρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].