ποίηση
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
η / ποίησις, ΝΜΑ ποιώ
1. η τέχνη της σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων
2. τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν Ὅμηρος τὴν ποίησιν πεποίηκε», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
1. δημιουργία, κατασκευή («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», Θουκ.)
2. η δημιουργία του κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα», ΠΔ)
3. τα δημιουργήματα του θεού («τοῦτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἴσμεν», Τατιαν.)
αρχ.
1. η υιοθέτηση («ἀμφισβητεῖται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ γένος ἡ ἀγχιστεία, παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», Δημοσθ.)
2. (περιληπτ.) αυτοί που έχουν υιοθετηθεί
3. μέθοδος, διαδικασία.