ποίκιλσις

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίκῐλσις Medium diacritics: ποίκιλσις Low diacritics: ποίκιλσις Capitals: ΠΟΙΚΙΛΣΙΣ
Transliteration A: poíkilsis Transliteration B: poikilsis Transliteration C: poikilsis Beta Code: poi/kilsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.

Greek Monotonic

ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.

Middle Liddell

ποίκιλσις, εως, ποικίλλω = ποικιλία, Plat.]