ποδίκροτος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδίκροτος Medium diacritics: ποδίκροτος Low diacritics: ποδίκροτος Capitals: ΠΟΔΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: podíkrotos Transliteration B: podikrotos Transliteration C: podikrotos Beta Code: podi/krotos

English (LSJ)

ποδίκροτον, clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππόκροτος)].

Greek Monotonic

ποδίκροτος: -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποδί-κροτος, ον,
welded to the feet, Anth.