ποδαλγής
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ποδαλγές, gouty, Poll.2.196, AP7.112 (D.L.).
German (Pape)
[Seite 642] ές, an den Füßen Schmerzen leidend, D. L. 5, 68 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ποδαλγής: страдающий болями в ногах (подагрой) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαλγής: -ές, ὁ ἀλγῶν τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 5. 68, Πολυδ. Β΄, 106· οὕτω ποδαλγός, όν, Βυζ.· ― ῥῆμ. ποδαλγέω, = ποδαγράω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἀλλὰ μεταβ., προξενῶ ποδάγραν, Ροῦφ. ἐν Ὀρειβασ. 1. 335)· ὡσαύτως ποδαλγιάω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 111· ― οὐσιαστ. ποδαλγία, ἡ, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην.· ― Ἐπίθ. ποδαλγικός, ή, όν, = ποδαγρικός, Διοσκ. 3. 150.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πόνους στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλαλγής].