ποδοκτυπώ

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν
νεοελλ.
(για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος
μσν.
(για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κτυπῶ (< -κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. μυδροκτυπώ].