πολυαίματος

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαίμᾰτος Medium diacritics: πολυαίματος Low diacritics: πολυαίματος Capitals: ΠΟΛΥΑΙΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyaímatos Transliteration B: polyaimatos Transliteration C: polyaimatos Beta Code: poluai/matos

English (LSJ)

πολυαίματον, full of blood, Emp.150, Ath.7.301f.

German (Pape)

[Seite 659] vollblütig; ἧπαρ, Empedocl. bei Plut. Symp. 5, 8, 2; θύννος, Ath. VII, 301 f, v.l. πολυκύματος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de sang, sanguin.
Étymologie: πολύς, αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαίματος -ον [πολύς, αἷμα] rijk aan bloed.

Russian (Dvoretsky)

πολυαίμᾰτος: многокровный, богатый кровью (ἧπαρ Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαίμᾰτος: -ον, πλήρης αἵματος, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε, Ἀθήν. 301F.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυαίματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αἷμα, -ατος (πρβλ. αναίματος, φιλαίματος)].