ποντίλος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ὁ, = ναυτίλος II, Arist.HA525a21.
German (Pape)
[Seite 681] ὁ, = ναυτίλος, Arist. H. A. 4, 1, v.l.
Russian (Dvoretsky)
ποντίλος: ὁ Arst. = ναυτίλος II.
Greek (Liddell-Scott)
ποντίλος: ὁ, = ναυτίλος ΙΙ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 28.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος πολύποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].