ποντίλος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντίλος Medium diacritics: ποντίλος Low diacritics: ποντίλος Capitals: ΠΟΝΤΙΛΟΣ
Transliteration A: pontílos Transliteration B: pontilos Transliteration C: pontilos Beta Code: ponti/los

English (LSJ)

ὁ, = ναυτίλος II, Arist.HA525a21.

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, = ναυτίλος, Arist. H. A. 4, 1, v.l.

Russian (Dvoretsky)

ποντίλος: ὁ Arst. = ναυτίλος II.

Greek (Liddell-Scott)

ποντίλος: ὁ, = ναυτίλος ΙΙ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος πολύποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].