ποτιθύμιος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
poet. for προσθύμιος (according to one's mind, welcome).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐθύμιος: (ῡ) дор. = * προσθύμιος (приятный, желанный).
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. καταθύμιος].