προσεκλέγω

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκλέγω Medium diacritics: προσεκλέγω Low diacritics: προσεκλέγω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΛΕΓΩ
Transliteration A: proseklégō Transliteration B: proseklegō Transliteration C: proseklego Beta Code: prosekle/gw

English (LSJ)

pull out besides, καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] Teles p.60 H.; τόκους καὶ ἐπιτοκίας Ph.2.596:—Med., select besides, οὐραγούς Plb.6.24.2.

German (Pape)

[Seite 758] (s. λέγω), noch dazu auslesen oder auswählen, med. Etwas noch obendrein für sich auswählen, Pol. 6, 24, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκλέγω: ἐκβάλλω, ἐκριζῶ προσέτι, ὀδόντα Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 22· ― Μέσ., ἐκλέγω προσέτι, οὐραγοὺς Πολύβ. 6. 24. 2.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ.
β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.)
2. μέσ. προσεκλέγομαι
επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ' οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους οὐραγούς», Πολ.).