προσπολέω

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπολέω Medium diacritics: προσπολέω Low diacritics: προσπολέω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΛΕΩ
Transliteration A: prospoléō Transliteration B: prospoleō Transliteration C: prospoleo Beta Code: prospole/w

English (LSJ)

A attend, serve, τινι E.Tr.264; δόμοις Id.Alc.1024.
II Pass., to be escorted by a train of attendants, S.OC1098.

German (Pape)

[Seite 778] ein πρόσπολος sein, begleiten; Soph. O. C. 1100; προσπολεῖν τύμβῳ, Eur. Troad. 264.

French (Bailly abrégé)

προσπολῶ :
être préposé aux soins de, servir, τινι.
Étymologie: πρός, πολέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπολέω [πρόσπολος] dienen, dienaar zijn van, met dat.; pass. begeleid worden door dienaren. τὰς κόρας... εἰσορῶ... προσπολουμένας ik zie de meisjes, begeleid door dienaressen Soph. OC 1098.

Russian (Dvoretsky)

προσπολέω: быть слугою, служить: π. τινι Eur. обслуживать (охранять) что-л.; προσπολούμενος Soph. идущий в сопровождении слуг.

Greek (Liddell-Scott)

προσπολέω: εἶμαι πρόσπολος, ὑπηρετῶ (ὡς θεράπων), τινι Εὐρ. Τρῳ. 264· δόμοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1024. ΙΙ. Παθ., συνοδεύομαι ὑπὸ πολλῶν ὑπηρετῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1098, πρβλ. 1103.

Greek Monotonic

προσπολέω: μέλ. -ήσω (πρόσπολος
I. υπηρετώ, φροντίζω, τινί, σε Ευρ.
II. Παθ., συνοδεύομαι από μεγάλη ακολουθία υπηρετών, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω πρόσπολος
I. to attend, serve, τινί Eur.
II. Pass. to be escorted by a train of attendants, Soph.