πρωτεύοντα

From LSJ

Greek Monolingual

τα, Ν
(ζωολ. -παλαιοντ.) τάξη θηλαστικών τών θερμών, κυρίως, περιοχών που από παλιά έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του ανθρώπου, αφού περιλαμβάνει, εκτός από τον ίδιο, και τους στενότερους συγγενείς του, τους πιθήκους και προπιθήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύον, -οντος, μτχ. του ρ. πρωτεύω. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Primates].