πυρρόγειος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρόγειος Medium diacritics: πυρρόγειος Low diacritics: πυρρόγειος Capitals: ΠΥΡΡΟΓΕΙΟΣ
Transliteration A: pyrrógeios Transliteration B: pyrrogeios Transliteration C: pyrrogeios Beta Code: purro/geios

English (LSJ)

πυρρόγειον, of or with red earth, Antyll. ap. Orib.9.11.6.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόγειος: -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κόκκινο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἰσόγειος].

German (Pape)

von od. mit roter Erde, Sp.