ραντεβού

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

το, Ν
1. συνάντηση
2. συνεννόηση για συνάντηση («ο γιατρός δέχεται με ραντεβού»)
3. ερωτική συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rendez vous].