ρυάκι

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

το / ῥυάκιον, ΝΜΑ, και ρυάκιν, Μ ῥύαξ, -ακος]
μικρό ρεύμα νερού, ρεματάκι, ποταμάκι (α. «κι ένα κελάρυσμα ρυακιού... του χάιδεψε την ακοή» β. «ἀπέλθατε στὸ πάμμορφον ῥυάκιν νὰ ἰδῆτε», Διγ. Ακρ.).