τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
το, Ν σαλτάρω1. τίναγμα του σώματος σε απόσταση, συνήθως για την αποφυγή ενός εμποδίου, πήδημα, άλμα2. μτφ. τρέλα, απώλεια του λογικού.