σαλτάρισμα

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

το, Ν σαλτάρω
1. τίναγμα του σώματος σε απόσταση, συνήθως για την αποφυγή ενός εμποδίου, πήδημα, άλμα
2. μτφ. τρέλα, απώλεια του λογικού.