σαρκόφιλος
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
ο / σαρκόφιλος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
ζωολ. μονοτυπικό γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας δασυουρίδες, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το είδος Sarcophilus karisii (ursinus), κοινώς γνωστό ως διάβολος της Τασμανίας, που είναι κυρίως σαρκοφάγο
μσν.
αυτός που αγαπά τις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. sarcophilus].