σεμνομυθέω
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
= σεμνολογέω, E.Hipp.490, Andr.234, Phld.Vit.p.36 J. (dub.), Ph. 1.151:—also Med. σεμνομυθέομαι, ib.233.
German (Pape)
[Seite 871] = σεμνολογέω, Eur. Hipp. 490 Andr. 233; häufiger σεμνομυθέομαι, Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
σεμνομυθῶ :
c. σεμνολογέω.
Étymologie: σεμνός, μῦθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνομυθέω [σεμνός, μῦθος] hoogdravende taal gebruiken.
Russian (Dvoretsky)
σεμνομῡθέω: Eur. = σεμνολογέω.
Greek Monotonic
σεμνομῡθέω: μέλ. -ήσω (μῦθος) = σεμνολογέω, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνομῡθέω: σεμνολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 490, Ἀνδρ. 234· ὡσαύτως ὡς ἀποθ. σεμνομυθέομαι, Φίλων 1. 233.
Middle Liddell
σεμνο-μῡθέω, fut. -ήσω μῦθος = σεμνολογέω, Eur.]