σεντόνι

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α
νεοελλ.
1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα
2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο δημοσιογραφικό κείμενο, μακρινάρι
β) μεγάλη, μακροσκελής πρόταση χωρίς σημεία στίξης
αρχ.
ένδυμα ή παραπέτασμα κατασκευασμένο από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα («ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῦς μελῶν ἐστι εὑρεῖν, ἀμφὶ δ' ἄβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσε, καὶ φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια ἐστραμμένα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σινδών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].