σιγηρός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ά, όν, less Att. form for σιγηλός, Men.Mon.167, Hp.Ep.12; opp. talkative, γυνή LXX Si. 26.14. Adv. σιγηρῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 878] sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.
Russian (Dvoretsky)
σῐγηρός: Men. = σιγηλός.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγηρός: -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ φλύαρος, λάλος, γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(αττ. τ.) σιγηλός.
επίρρ...
σιγηρῶς Α
με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -ηρός (πρβλ. οκνηρός, σιωπηρός)].
Greek Monotonic
σῑγηρός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος αντί σιγηλός, σε Μένανδρ.
Middle Liddell
σῑγηρός, ή, όν later form for σιγηλός, Menand.]