σιχαμερός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.
επίρρ...
σιχαμερά Ν
με σιχαμερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, ζουμερός)].
-ή, -ό, Ν
αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.
επίρρ...
σιχαμερά Ν
με σιχαμερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, ζουμερός)].