Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκάπτειρα

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάπτειρα Medium diacritics: σκάπτειρα Low diacritics: σκάπτειρα Capitals: ΣΚΑΠΤΕΙΡΑ
Transliteration A: skápteira Transliteration B: skapteira Transliteration C: skapteira Beta Code: ska/pteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).

Russian (Dvoretsky)

σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.

Greek Monotonic

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκάπτειρα, ἡ, [fem. of σκαπτήρ, Anth.]