σκαριφητήρας
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
και σκαριφιστήρας, ο, Ν
1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών
2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό της επιφάνειας του εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ. -τήρας (πρβλ. κινητήρας)].