σκηπάνη
From LSJ
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, staff, Sch.D.T.p.196 H.; Dim. σκηπάνιον [ᾰ], τό, Il.13.59, 24.247, Call.Fr.anon.48, AP6.83 (Maced.); Dor. σκᾱπάνιον Hsch., Phot. s.v. σκίπων.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπάνη: [ᾰ], ἡ, Α. Β. 794· ὑποκορ. σκηπάνιον, τό, Ἰλ. Ν. 59, Ω. 247· «βακτηρία ἢ σκῆπτρον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. βακτηρία, μπαστούνι
2. σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ- του σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα -άνη (πρβλ. σκαπάνη)].