πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
-η, -ο, Νμτφ. αυτός που έχει ψυχή σκύλου, σκληρός, ανάλγητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -ψύχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντόψυχος].