σπορευτός

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορευτός Medium diacritics: σπορευτός Low diacritics: σπορευτός Capitals: ΣΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: sporeutós Transliteration B: sporeutos Transliteration C: sporeftos Beta Code: sporeuto/s

English (LSJ)

σπορευτή, σπορευτόν, sown, χώρα seed-land, Thphr. CP 3.20.6.

German (Pape)

[Seite 924] gesäet; γῆ, Saatland, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σπορευτός: -ή, -όν, ἐσπαρμένος, σπ. χώρα, πρὸς σπορὰν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για αγρό) κατάλληλος για σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ του σπείρω + -ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. σπορεύω].