σπουργίτης
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ο, και σπουργίτι, το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία καθενός από τα μικρά στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας πλοκεΐδες, από τα είδη τών οποίων φωλιάζουν στην Ελλάδα τα Passer domesticus, κν. σπιτοσπουργίτης, Passer montanus, κν. χωραφοσπουργίτης, Passer hispaniolensis, κν. δεντροσπουργίτης, Petronia petronia, κν. πετροσπουργίτης, Μontifringilla nivalis, κν. χιονόστρουθος
2. μτφ. α) αυτός που παραμένει στον τόπο του συνεχώς
β) (για άνδρα) ερωτιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυργίτης «είδος πτηνού, σπουργίτης» (< πύργος + επίθημα -ίτης) με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος) και τροπή του -υ- σε -ου- κατά την αρχαία προφορά του -υ- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].