σταλίζω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

Ν στάλος / σταλός]]
1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση
2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω
3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου.