στρογγυλοκάθομαι
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
Greek Monolingual
Ν
1. κάθομαι αναπαυτικά
2. μτφ. παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχω διάθεση να φύγω («ἡλθαν στο σπίτι μας και στρογγυλοκάθησαν τέσσερεις εβδομάδες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κάθομαι. Κατά μία άποψη, η σημ. του ρ. προήλθε από ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι φιλοξενούμενοι του σπιτιού έτρωγαν σε στρογγυλό τραπέζι].