συγγίνομαι
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.